Με πνίγει τούτο το σκοτάδι.
Δεν θέλω ν’ ανάψω το μέτριο φως.
Θα μου στερήσει τα ενθύμια που βλέπω,
τα πράγματα ορίζοντας γύρω μου.
Πώς περιμέναμε την Ανάσταση!
Δίχως αμφιβολία έρχονταν η Λαμπρή,
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Άνοιγαν οι πύλες, η πομπή προχωρούσε
με ψαλμούς κι’ εξαπτέρυγα, άστραφταν
τα πολύτιμα, άναβαν μυριάδες τα κεριά
των χριστιανών, φλόγες πίστης,
σημείο χαράς.
Μιαν μικρήν εικόνα της Ανάστασης
είχε η ενορία μας. Σπρωχνόμασταν
για ν’ ασπαστούμε, οχλαγωγή. Γελούσαν
χαρούμενοι οι πιστοί, στα χέρια
κόκκιν’ αυγά, άναβαν βεγγαλικά
κι’ οι μεγαλείτεροι σαν τα παιδιά. «Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
δεν περιμένω τίποτα.
Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
την πλάνη της χαράς.
Χαρά δεν υπάρχει; Υπάρχει πάντα η ανάσταση,
όχι ορισμένη και πιθανή,
υπάρχει απίθανη περίλαμπρη δόξα,
η φωτεινή έκσταση, δεν μπορούν
δίχως αυτήν οι άνθρωποι,
που περιμένουν σε νηστεία και προσευχή. «Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Ακόμα δεν ήρθε η ώρα, φαίνεται.
Δεν ακούω τους χαρμόσυνους ήχους.
Πόσο ακόμα και τότε, σαν η καταστροφή
της άρνησης, η αμφιβολία είχεν αρχίσει,
με συγκινούσε βαθιά η χαρά
πάνδημη του κόσμου συμμετοχή, στην γιορτή. «Χριστός ανέστη». Ύμνος κι’ οι κρότοι
των όπλων κι’ όλες οι καμπάνες μαζί,
σ’ όλην την πόλη κι’ οι άνθρωποι
όλοι μαζί είχαν την ίδια χαρά,
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
τους πένθους, της συλλοής. Κοιτάζω το παρελθόν.
Δεν σ’ αρνιέμαι, Κύριε, της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
ξανά, που δίνεται παρηγοριά
της θλιμμένης επίμονης σκέψης. Αρχή, χαραυγή,
«ήν δε όρθρου βαθέος…»
Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
Ελπίδες, αναμνήσεις δεν αρκούν
οι κόποι. Η σκέψη θολώνει
το κόκκινο της θυσίας αίμα. Πρέπει το σώμα να σηκωθεί,
να πάει με τους άλλους μαζί, να χαρεί
την γιορτή, την απλή χαρά,
να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
ύστερ’ απ’ το πλήθος του πόνου,
πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.
Ζωή Καρέλλη, απόσπασμα, «Πριν την Ανάσταση» (1951) Από τη Συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης