Η Τζο είναι γυναίκα, ζει στη μεγάλη πόλη. Έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το τοπίο που την περιβάλλει. Το παρατηρεί, το εξερευνά, αφήνεται στους ρυθμούς του, αναζητά σ ’αυτό μια αμφίδρομη οικειότητα. Το χαρτί κι ο δρόμος είναι πεδία δράσης γι’ αυτήν, όχι ταυτόσημα, ούτε όμως παράλληλα. Πάει να πει πως συναντιούνται. Κάποτε έρχεται η ώρα του απολογισμού και της εξομολόγησης. Για όσα έζησε, θέλησε ή μετάνιωσε. Για όσα τη διαμόρφωσαν, για όσα της έφερε η ζωή με τα ίδια της τα χέρια.
Τα δάχτυλα του χεριού είναι εκείνο το μέλος του ανθρώπινου σώματος που θαυμάζω περισσότερο από τα άλλα. Το θαυμασμό μου, τον επιβεβαιώνω σχεδόν καθημερινά. Πρώτα πρώτα παρατηρώντας τα δικά μου. Όταν κρατώ το μολύβι για τα σχέδια και τις σημειώσεις μου, όταν πληκτρολογώ στον υπολογιστή, όταν πλένω τα χέρια μου και το ένα χαϊδεύει το άλλο, κάτω από το νερό, στις δουλειές του σπιτιού. Επίσης κοιτώντας τα δάχτυλα διάφορων αγνώστων κι ανύποπτων για τη σημασία της αδιακρισίας μου. Τυχαίνει το βλέμμα μου να πέσει για παράδειγμα στις αστικές συγκοινωνίες, το κράτημα από τις χειρολαβές εξυψώνεται σε ζήτημα ζωής και θανάτου καθώς φαντάζομαι πως τα κορμιά κρέμονται σ’ έναν απύθμενο γκρεμό, εξαρτώμενα πλήρως από τη δύναμη των πέντε δαχτύλων.».
Ο συγγραφέας μέσα από αυτή τη νουβέλα προβάλλει και φιλοσοφεί την ίδια τη ζωή. Με αφορμή ένα ατύχημα η Τζο αναγκάζεται να μοιραστεί τον προσωπικό της χώρο με την Μπέτυ για να την βοηθά ως αποκλειστική νοσοκόμα. Από τα μακριά δάχτυλα της Μπέτυ που κρατούσαν την κόκκινη βαλίτσα ξετυλίγεται ένα κουβάρι αναμνήσεων. Από τις δειλές πόζες μοντέλου μπροστά από τη «Σύλβια», στα άγαρμπα χέρια του Πέτρου, μέχρι τον κήπο με τις πορτοκαλιές απέναντι από το νοσοκομείο. Κάθε σελίδα εμποτισμένη με
συναισθήματα σε μορφή εξομολόγησης. Και από πολλούς ταπεινούς συλλογισμούς που όπως αναφέρει και ο συγγραφέας ξεκινούν τα σημεία μηδέν. Ένα αδιόρατο νήμα που στην άλλη άκρη είσαι δεμένος εσύ, μια παρέλαση αναμνήσεων πάνω του που εσύ ίσως δεν βλέπεις μα είσαι το τέρμα, ο αποδέκτης. Σε έχει αγγίξει και δεν το έχεις καταλάβει, με έναν χαιρετισμό, ένα χάδι, ένα αντίο, ένα νεύμα, μια αγκαλιά, μια ομιλία, με αμέτρητες εκφράσεις και συναισθήματα. Με γροθιές που δεν σχηματίζονται, παλάμες που δεν ανυψώνονται στο πέρασμα τους, με ματωμένα νύχια και σκασμένο δέρμα, άλλοτε λευκό, άλλοτε διάφανο, με χέρια που προσφέρουν βοήθεια, που μυρίζουν κρεμοσάπουνο με νύχια άβαφα και άλλοτε βαμμένα πορτοκαλί. Με χέρια που αφήνουν αποτύπωμα και άλλα που γράφουν με μολύβι. Με χέρια που φυλακίζουν και άλλα που ελευθερώνουν, που ανοίγουν δρόμους κρατούν νήματα που συνδέουν αναμνήσεις…

Ο Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος γεννήθηκε το 1979 στην Καλαμάτα όπου και κατοικεί. Για την ποιητική συλλογή «¨Αταξίδευτα» βραβεύτηκε το 2016, με το βραβείο ποίησης Μαρία Πολυδούρη για πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή.