«Πως σε λένε;» τη ρώτησα.
«Είμαι η Οφέλια».
«Κι εγώ η Ρομίνα».
«Το ξερω» μου είπε γελαστά.
«Από που το ξέρεις;».
«Από πάντα», αποκρίθηκε δίχως να με κοιτάζει.
Τρόμαξα. «Ποια είσαι; τι είσαι;» ψέλλισα.
«Είμαι ό,τι φοβάσαι, ό,τι όλοι αυτοί φοβούνται, είμαι ό,τι σου κρύβουν και ό,τι προσπαθούν να θάψουν στη λήθη». «Είμαι εσύ! η Οφέλια»
«Είμαι η Ρομίνα, ούρλιαξα, Η Ρομίνα, μόνο η Ρομίνα»
«Μου είπαν πως η Οφέλια δεν υπάρχει και ό,τι όλα είναι ένα παιχνίδι του πυρετού, το είπε και ο γιατρός, η νόνα Γκρατσιέλα στεκόταν πίσω του κάνοντας μου νόημα να μη μιλήσω. Το δαιμονικό αν δεν νιώσει τον φόβο σου λιώνει και χάνεται μου είχε πει. Ό,τι και να γίνει, μην της μιλάς. Η Οφέλια ερχόταν στα όνειρα μου κι έμενε όταν ξυπνούσα- ένας εφιάλτης που μόνο ο Αγκοστίνο μου μπόρεσε να σπάσει.»
Οι καμπάνες χτύπησαν βαριά και πένθιμα. Η μικρή κοινωνία της Καπράγια, αυτού του ξερού βράχου που στέκει απομονωμένος στο Τοσκανικό αρχιπέλαγος, ντύθηκε στα μαύρα. Πρώτα η επιδημία της ευλογιάς, ύστερα τα φονικά. Η αίσθηση του κακού στοίχειωσε στις καρδιές των ανθρώπων του χωριού. Ένα κορίτσι γεννήθηκε με το σημάδι του διαβόλου, το φέρνουν όλα τα θηλυκά της οικογένειας της, όπου πάνε σπέρνουν κακοτυχία, φονικά και ο τόπος ερημώνει.
Στα ξαφνικά όλα αλλάζουν, έτσι, δίχως προφανή λόγο. Μια ζαριά, μια κίνηση, ένα νεύμα τη λάθος στιγμή, ένα βλέμμα που σε παρακολουθεί ή σε ακολουθεί, τυχαία ή και όχι, μια υποψία που μπορεί να κινήσει γη και ουρανό και ολα να γκρεμιστούν. Όταν ο άνθρωπος φοβάται, όταν το θανατικό πλανάται πάνω από ένα τόπο ψάχνει να βρει που θα ρίξει το φταίξιμο.
Η καπράγια είναι μια πόλη που παρακμάζει στην άγνοια και στον φόβο. Κεντρικό μας πρόσωπο η Ρομίνα· «μια ψυχή που την ξύπνησαν οι δαίμονες» ψάχνει απαντήσεις και την σωτηρία της. Είναι το παιχνίδι πυρετού που τα δημιουργεί όλα ή ένα αέναο κυνήγι μαγισσών; Οι φωνές των ηρώων ανά κεφάλαιο, μέσα από την κεντρική φωνή της συγγραφέως προσεγγίζουν ένα θέμα δύσκολο και άγνωστο για την εποχή. Αν και τόσο ο χρόνος(πριν ξεσπάσει ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος) όσο και ο τόπος εκφράζει μια κοινωνία που είχε την τάσσει να γυρίζει φαινομενικά την πλάτη στα συναισθήματα, η συγγραφέας καταφέρνει τόσο φυσικά να κοιτάξει στις καρδιές των ηρώων και να τα εκφράζει. Σαν κεντρικό θέμα η αναζήτηση του εξαγνισμού τους, κάποιοι με τη βοήθεια της θάλασσας άλλοι με τις προσευχές στο θεό κάποιοι με απόκρυφες συμφωνίες. Ψυχές σε μια οδύνη που ουρλιάζουν σιωπηλά, πνίγονται από θεούς και δαίμονες και ορκίζονται και στους δύο αιώνια πίστη και αφοσίωση. Στο τέλος τίποτα δεν μένει αναπάντητο. Το άγριο και επιβλητικό τοπίο της Καπράγια, δένει όμορφα στην εξέλιξη των γεγονότων τα οποία ωστόσο θα μπορούσαν να τοποθετηθούν και σε οποιοδήποτε απομονωμένο Μεσογειακό χωριό της εποχής.Οι ήρωες καθημερινοί θρησκόληπτοι που εκπροσωπούν μια εποχή φανατισμού, είναι εκείνοι που παίρνουν τα ηνία αναζητώντας το εξιλαστήριο θύμα που θα «κάψουν στην πυρά» για να ξορκίσουν το θανατικό. Εικόνες στην απόχρωση της ώχρας, κλιμακωτή αφήγηση χωρίς ιδιαίτερους ιδιωματισμούς. Ένα ωραίο μυθιστόρημα μέχρι την τελευταία του πνοή.