Κρατούσα στα χέρια μου την πάνω μεριά του κόσμου. Το επιβλητικό τοπίο του εξωφύλλου σαν το ταξιδιάρικο βαρκάκι με ξεκούνησε από τους τοίχους του δωματίου μου και με πήγε εκεί που το γαλάζιο μπερδεύεται με το λευκό και οι ηφαιστειακοί βράχοι δίνουν χρώμα και ζωή στον τόπο, μουρμουρίζοντας την ιστορία τους στους επισκέπτες του.
Όλο το βιβλίο ακολουθεί την εικόνα της Σαντορίνης αν και την συναντάμε μόνο στις πρώτες σελίδες του. Ένα δομημένο ημερολογιακό μυθιστόρημα που η συγγραφέας -εγγονή της συνονόματης γιαγιάς της εξιστορεί τη ζωή της όπως η ίδια η καπετάνισσα την βίωσε και την κατέγραψε στο ημερολόγιο της. Χωρίς χρονική συμβατότητα των γεγονότων, με τα συναισθήματα να ρέουν σε κάθε κεφάλαιο ξεδιπλώνεται μια γνήσια νησιώτισσα, με δυναμισμό, ταπεινότητα παρά την αξιοζήλευτη θέση της κοινωνικά και περιουσιακά. Μια γυναίκα που ήξερε τι ήθελε και όπως αναφέρει η ίδια «ήτανε πλασμένη για να προβλέπει» όμως ξεκάθαρα πρόκειται για μια ευφυέστατη επιχειρηματία. Από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία που ξεχώρισα ήταν: ο τρόπος που αντιδρούσε άμεσα στις καταστάσεις, η δίκαιη διάθεση της και η γαλαντόμα ιδιοσυγκρασία της. Η δυσκολία και το μεγαλείο της γραφής της Κυρίας Κολύμβα ήταν πως κατάφερε να απεγκλωβιστεί από τις στενές σχέσεις συγγένειας και αγάπης που την έδεναν με την γιαγιά της και να δώσει αντικειμενική πνοή στο έργο της. Η αποκωδικοποίηση του ημερολογιακού χειρόγραφου ήταν δύσκολη διαδικασία όπως μας είπε. Η συγγραφέας διατήρησε την απλότητα του λόγου του ημερολογίου. Λακωνικά και σύντομα όλα, χωρίς την έλλειψη όμως του βάθους των συναισθημάτων που ξεχειλίζει σε κάθε σελίδα και προσδίδει κάτι από τον χαρακτήρα των ανθρώπων της εποχής. Ο θηραϊκός ιδιωματισμός το καθιστά ένα λαογραφικό δώρο για τους Σαντορινιούς μα και για τους υπόλοιπους, που ακόμα αναζητούμε τρόπους να διατηρήσουμε την αίγλη των γλωσσικών ιδιωματισμών μας· αν όχι αναλλοίωτη έστω καταγεγραμμένη σαν κομμάτι της ιστορίας μας που παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, σε μια χώρα που προσπαθεί να απεμπολήσει τους κύριους άξονες της και να μας αποκόψει από το παρελθόν. Όπως ανέφερε και η ίδια η συγγραφέας θέλοντας να γειώσει στα μάτια μας το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του βιβλίου, δεν ξεχώριζε από τις γυναίκες της εποχής της που όταν τους δίνονταν τα ηνία της οικογένειας, του σπιτιού, των παιδιών αλλά και της περιουσίας όχι μόνο στεκόντουσαν άξιες αντικαταστάτριες του ανδρός τους μα ξεπερνούσαν το προβλεπόμενο αποτέλεσμα. Η αναγνώριση της κυρίαρχης θέσης στην περίπτωση της καπετάνισσας φαίνεται στο κεφάλαιο του «αντρός μου ο θάνατος». Η επαφή της καπετάνισσας με το θεό χωρίς σημάδια θρησκοληψίας και καθώς-πρεπισμού, μα ουσιαστική και με σεβασμό-αγάπη παρουσιάζεται σε κάθε πτυχή της ζωής της. Απλή μέχρι το τέλος της, εθιμοτυπική και παραδοσιακή. Μια κυρά της ναυτοσύνης που έζησε όσο ο θεός της το επέτρεψε καλά, δοκιμάστηκε πολύ και τέλος κέρδισε το σεβασμό από όλους μας με την πορεία της ζωής της.
Μέσα από την ευχάριστη συνάντηση με τη συγγραφέα λοιπόν παρατήρησα την ίδια γλυκιά όψη ενός καλοζωισμένου ανθρώπου, μια χαμογελαστή και προσιτή γυναίκα που στην πορεία ενέπνεε το δέος της γιαγιάς μέσα από τις φιλοσοφημένες απόψεις της. Ζωντανή επισφράγιση της επιτυχίας του βιβλίου για εκείνη είναι να διατηρήσει κάτι από τη γλώσσα και τον ιδιωματισμό της Κρητοκυκλαδικής διαλέκτου αλλά και μια σύνδεση της ιστορίας μας με το παρελθόν· όχι τόσο μακρινό μα για κάποιο λόγο αφήνουμε να ξεχαστεί αδόξαστο. Μια συγγραφέα που χαρίζει απλόχερα ως δώρο μια οικογενειακή αφήγηση σαν να αποτελούμε μέρος της ευρύτερης οικογένειας της. Την ευχαριστούμε πολύ…
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Η πάνω μεριά του κόσμου…”